- κολλητήρας
- ο (Α κολλητήρ, -ῆρος)[κολλώ] νεοελλ. τεχνολ. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τήξη τού συγκολλητικού υλικού στις ετερογενείς μαλακές συγκολλήσεις, το κολλητήριαρχ.εργαλείο με το οποίο γίνονταν συγκολλήσεις μετάλλων.
Dictionary of Greek. 2013.